- κληρουχικός
- κληρουχικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κληρουχικός — κληρουχικός, ή, όν (Α) [κληρούχος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κληρουχία, σε αποικία (α. «γῆ κληρουχική» γη για παραχώρηση, για διανομή σε κληρούχους, Αριστοφ. β. «κληρουχικός νόμος» μετάφρ. στα Ελληνικά τού λατ. lex agraria από τον Πλούτ. γ … Dictionary of Greek
κληρουχικά — κληρουχικός of neut nom/voc/acc pl κληρουχικά̱ , κληρουχικός of fem nom/voc/acc dual κληρουχικά̱ , κληρουχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρουχικῶν — κληρουχικός of fem gen pl κληρουχικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρουχικοῖς — κληρουχικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρουχικῆς — κληρουχικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρουχική — κληρουχικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρουχικήν — κληρουχικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρονομικός — ή, ό / χωρονομικός, ή, όν, ΝΑ [χωρονομῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανομή τών γαιών μιας χώρας αρχ. φρ. «χωρονομικὸς νόμος» ο κληρουχικός νόμος (Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek